- δυσδιάλυτος
- δυσδιάλυτοςhard to dissolvemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσδιάλυτος — η, ο (AM δυσδιάλυτος, ον) αυτός που δύσκολα διαλύεται («σκόνη δυσδιάλυτη στο νερό») αρχ. 1. (για έχθρες και διαφωνίες) αυτός που δύσκολα αίρεται ή τακτοποιείται … Dictionary of Greek
δυσδιάλυτον — δυσδιάλυτος hard to dissolve masc/fem acc sg δυσδιάλυτος hard to dissolve neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιαλυτώτερα — δυσδιάλυτος hard to dissolve neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιαλύτοις — δυσδιάλυτος hard to dissolve masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιαλύτου — δυσδιάλυτος hard to dissolve masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιάλυτα — δυσδιάλυτος hard to dissolve neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιάλυτοι — δυσδιάλυτος hard to dissolve masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԴԺՈՒԱՐԱՔԱԿ — ( ) NBH 1 0620 Chronological Sequence: 6c, 13c ա.մ. δυσκαθαίρετος qui aegre destrui vel vinci potest, δυσδιάλυτος vix dissolubilis Զոր դժուարին է քակել. որում դժուար է քակտիլ, տապալիլ. եւ Դժուարալոյծ օրինակաւ. անխզելի. *Ցանկութիւն, եւ հեշտ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)